Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παρατάσσομαι κατά

  • 1 μέτωπο(ν)

    τό
    1) лоб; чело (высок.); 2) фасад; перёд, передняя сторона; 3) воен., тж. перен. фронт;

    ιδεολογικό μέτωπο(ν) — идеологический фронт;

    στο μέτωπ — а) на фронте, на передовой; — б) на фронтовых дорогах;

    σε ενιαίο μέτωπο — единым фронтом;

    η γραμμή τού μετώπου линия фронта;

    § κατά μέτωπο(ν) — а) во фронт; — по фронту;

    παρατάσσομαι κατά μέτωπο(ν) — построиться во фронт;

    επίθεση καθ' όλο το μέτωπο(ν) — наступление по всему фронту; — б) в лоб;

    η κατά μέτωπο(ν) επίθεση — лобовая, фронтальная атака;

    έχω μέτωπο(ν) καθαρό ( — или ακηλίδωτο) — быть безупречным человеком;

    λέρωσε το μέτωπο(ν) τού ανδρός της — она наставила своему мужу рога;

    μέτωπο(ν) αριστερά! — налево!;

    μέτωπο(ν) δεξιά! — направо!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέτωπο(ν)

  • 2 μέτωπο(ν)

    τό
    1) лоб; чело (высок.); 2) фасад; перёд, передняя сторона; 3) воен., тж. перен. фронт;

    ιδεολογικό μέτωπο(ν) — идеологический фронт;

    στο μέτωπ — а) на фронте, на передовой; — б) на фронтовых дорогах;

    σε ενιαίο μέτωπο — единым фронтом;

    η γραμμή τού μετώπου линия фронта;

    § κατά μέτωπο(ν) — а) во фронт; — по фронту;

    παρατάσσομαι κατά μέτωπο(ν) — построиться во фронт;

    επίθεση καθ' όλο το μέτωπο(ν) — наступление по всему фронту; — б) в лоб;

    η κατά μέτωπο(ν) επίθεση — лобовая, фронтальная атака;

    έχω μέτωπο(ν) καθαρό ( — или ακηλίδωτο) — быть безупречным человеком;

    λέρωσε το μέτωπο(ν) τού ανδρός της — она наставила своему мужу рога;

    μέτωπο(ν) αριστερά! — налево!;

    μέτωπο(ν) δεξιά! — направо!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέτωπο(ν)

  • 3 растянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω•

    растянуть сырую колу τεντώνω το υγρό (μουσκεμένο) δέρμα•

    растянуть перчатки τεντώνω τα γάντια•

    растянуть обувь τεντώνω τα παπούτσια.

    || ανοίγω•

    растянуть рот ανοίγω πολύ το στόμα.

    || χαλαρώνω την ελαστικότητα•

    растянуть подвязки χαλαρώνω το τέντωμα των αναρτήρων (τιραντών).

    || υπερεντείνω, βλάπτω με την υπερένταση•

    растянуть связки στραμπουλίζω, στραγγουλίζω•

    растянуть сухожилия βλάπτω• (στραγγουλίζω) τους τένοντες.

    2. απλώνω•

    растянуть ковр по комнате απλώνω το χαλί στο δωμάτιο•

    растянуть полотно для сушки απλώνω το ύφασμα για στέγνωμα.

    3. τοποθετώ, βάζω σε διάταξη, παρατάσσω• εκτείνω.
    4. καθυστερώ, παρατραβώ, τρενάρω•

    растянуть сроки сева καθυστερώ τη σπορά•

    растянуть доклад παρατραβώ την εισήγηση (ομιλία).

    (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.) παρέλκω, παρατείνω, παρατραβώ.
    1. τεντώνομαι, εντείνομαι. || χαλαρώνομαι (κατά την ένταση). || υπερεντείνομαι
    βλάπτομαι από την υπερέ—. νταση• στραμπουλίζομαι εξαρθρώνομαι.
    2. τοποθετούμαι, διατάσσομαι, παρατάσσομαι, εκτείνομαι.
    3. ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά, το πιάνω ξαπλωταριά•

    растянуть на постель спать ξαπλώνω άνετα στο κρεβάτι να κοιμηθώ.

    4. διαρκώ, συνεχίζομαι•

    свадьба -лась на пять дней ο γάμος συνεχίστηκε πέντε μέρες (ημερόνυχτα),

    Большой русско-греческий словарь > растянуть

См. также в других словарях:

  • σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • παρατάσσω — ΝΜΑ (κυρίως για πρόσ.) τοποθετώ σε κανονική σειρά, βάζω τον ένα κοντά στον άλλο, κυρίως για μάχη («τὴν μὲν πλείστην τῆς στρατιᾱς παρέταξε πρὸς τὰ τείχη», Θουκ. νεοελλ. 1. (και για πράγματα) παραθέτω, αραδιάζω («παρέταξε τα εμπορεύματά του») 2.… …   Dictionary of Greek

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

  • παράταξη — η / παράταξις, άξεως, ΝΜΑ [παρατάσσω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατάσσω ή παρατάσσομαι, η τοποθέτηση τού ενός κοντά στον άλλο προκειμένου για περισσότερα από ένα άτομα, η τοποθέτηση στη σειρά, το αράδιασμα πραγμάτων νεοελλ. 1. η τάξη, η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»